Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
ἄμπαλος
View word page
ἄμορφος
ἄμορφος μορφή misshapen, unsightly, Hdt., Eur.: —Sup. ἀμορφέστατος (as if from ἀμορφής), Hdt.; but regul. form -ότερος, -ότατος, Xen., Plut.

ShortDef

misshapen, unsightly

Debugging

Headword:
ἄμορφος
Headword (normalized):
ἄμορφος
Headword (normalized/stripped):
αμορφος
IDX:
1827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1827
Key:
a)/morfos

Data

{'content': 'ἄμορφος\n μορφή\n misshapen, unsightly, Hdt., Eur.: —Sup. ἀμορφέστατος (as if from ἀμορφής), Hdt.; but regul. form -ότερος, -ότατος, Xen., Plut.', 'key': 'a)/morfos'}