Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
ἄμοχθος
View word page
ἀμορφία
ἀμορφία from ἄμορφος unshapeliness, unsightliness, Eur.
ShortDef
unshapeliness, unsightliness
Debugging
Headword:
ἀμορφία
Headword (normalized):
ἀμορφία
Headword (normalized/stripped):
αμορφια
IDX:
1826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1826
Key:
a)morfi/a
Data
{'content': 'ἀμορφία\n from ἄμορφος\n unshapeliness, unsightliness, Eur.', 'key': 'a)morfi/a'}