κοινολογέομαι
κοινολογέομαι
κοινο-λογέομαι,
λόγος
to commune or take counsel with, τινι Hdt., Attic; πρός τινα Thuc.
{ "content": "κοινολογέομαι\n κοινο-λογέομαι,\n λόγος\n to commune or take counsel with, τινι Hdt., Attic; πρός τινα Thuc.", "key": "koinologe/omai" }