Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κοιλόφθαλμος
κοιλοχείλης
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλώπης
κοιλωπός
κοιμάω
κοίμημα
κοίμησις
κοιμίζω
κοιμιστής
κοινανέω
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινόπλοος
κοινόπους
κοινός
κοινότης
View word page
κοιμιστής
κοιμιστής from κοιμίζω κοιμιστής, οῦ, one who puts to bed, Anth.
ShortDef
one who puts to bed
Debugging
Headword:
κοιμιστής
Headword (normalized):
κοιμιστής
Headword (normalized/stripped):
κοιμιστης
IDX:
18234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18252
Key:
koimisth/s
Data
{'content': 'κοιμιστής\n from κοιμίζω\n κοιμιστής, οῦ,\n one who puts to bed, Anth.', 'key': 'koimisth/s'}