Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἁμόχθησα
View word page
ἄμορος
ἄμορος poet. ἄμμορος = ἄμοιρος c. gen., Eur. absol., unlucky, wretched, Soph.

ShortDef

unlucky, wretched

Debugging

Headword:
ἄμορος
Headword (normalized):
ἄμορος
Headword (normalized/stripped):
αμορος
IDX:
1825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1825
Key:
a)/moros

Data

{'content': 'ἄμορος\n poet. ἄμμορος\n = ἄμοιρος c. gen., Eur.\n absol., unlucky, wretched, Soph.', 'key': 'a)/moros'}