Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κοιλία
κοιλιοπώλης
κοιλογάστωρ
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλόφθαλμος
κοιλοχείλης
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλώπης
κοιλωπός
κοιμάω
κοίμημα
κοίμησις
κοιμίζω
κοιμιστής
κοινανέω
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
View word page
κοιλωπός
κοιλωπός κοιλ-ωπός, όν ὤψ hollow to look at: hollow, Eur.

ShortDef

hollow to look at: hollow

Debugging

Headword:
κοιλωπός
Headword (normalized):
κοιλωπός
Headword (normalized/stripped):
κοιλωπος
IDX:
18229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18247
Key:
koilwpo/s

Data

{'content': 'κοιλωπός\n κοιλ-ωπός, όν\n ὤψ\n hollow to look at: hollow, Eur.', 'key': 'koilwpo/s'}