Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
View word page
ἀμορία
ἀμορία poet. ἀμμορία

ShortDef

not one's fate ( > ἀμμορία)

Debugging

Headword:
ἀμορία
Headword (normalized):
ἀμορία
Headword (normalized/stripped):
αμορια
IDX:
1824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1824
Key:
a)mori/a

Data

{'content': 'ἀμορία\n poet. ἀμμορία', 'key': 'a)mori/a'}