κοιλιοπώλης
κοιλιοπώλης
from κοιλία
κοιλιο-πώλης, ου,
πωλέω
a tripe-seller, Ar.
{
"content": "κοιλιοπώλης\n from κοιλία\n κοιλιο-πώλης, ου,\n πωλέω\n a tripe-seller, Ar.",
"key": "koiliopw/lhs"
}