κοβαλίκευμα
κοβαλίκευμα
κοβᾱλίκευμα, ατος, τό,
a knavish trick, Ar.
from κόβᾱλος
{
"content": "κοβαλίκευμα\n κοβᾱλίκευμα, ατος, τό,\n a knavish trick, Ar.\n from κόβᾱλος",
"key": "kobali/keuma"
}