Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
View word page
ἀμόργινος
ἀμόργινος from ἀμοργίς made of Amorgian flax, Ar.
ShortDef
made of Amorgian flax
Debugging
Headword:
ἀμόργινος
Headword (normalized):
ἀμόργινος
Headword (normalized/stripped):
αμοργινος
IDX:
1822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1822
Key:
a)mo/rginos
Data
{'content': 'ἀμόργινος\n from ἀμοργίς\n made of Amorgian flax, Ar.', 'key': 'a)mo/rginos'}