Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμοιβάς
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
ἄμοτος
ἁμοῦ
View word page
ἄμομφος
ἄμομφος μομφή blameless, Aesch.
ShortDef
blameless
Debugging
Headword:
ἄμομφος
Headword (normalized):
ἄμομφος
Headword (normalized/stripped):
αμομφος
IDX:
1821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1821
Key:
a)/momfos
Data
{'content': 'ἄμομφος\n μομφή\n blameless, Aesch.', 'key': 'a)/momfos'}