Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
View word page
ἀγκύλιον
ἀγκύλιον Dim. of ἀγκύλη; τὰ ἀγκύλια, the Roman ancilia, Plut.
ShortDef
ancilia
Debugging
Headword:
ἀγκύλιον
Headword (normalized):
ἀγκύλιον
Headword (normalized/stripped):
αγκυλιον
IDX:
182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n182
Key:
a)gku/lion
Data
{'content': 'ἀγκύλιον\n Dim. of ἀγκύλη; τὰ ἀγκύλια, the Roman ancilia, Plut.', 'key': 'a)gku/lion'}