Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμοιβαδίς
ἀμοιβαῖος
ἀμοιβάς
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
ἁμός2
View word page
ἀμόλγιον
ἀμόλγιον Dim. of ἀμολγεύς a milk-pail, Theocr.
ShortDef
a milk-pail
Debugging
Headword:
ἀμόλγιον
Headword (normalized):
ἀμόλγιον
Headword (normalized/stripped):
αμολγιον
IDX:
1819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1819
Key:
a)mo/lgion
Data
{'content': 'ἀμόλγιον\n Dim. of ἀμολγεύς\n a milk-pail, Theocr.', 'key': 'a)mo/lgion'}