Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμόθεν
ἀμοιβαδίς
ἀμοιβαῖος
ἀμοιβάς
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἁμός
View word page
ἀμολγεύς
ἀμολγεύς ἀμέλγω a milk-pail, Lat. mulctra, Theocr., Anth.
ShortDef
a milk-pail
Debugging
Headword:
ἀμολγεύς
Headword (normalized):
ἀμολγεύς
Headword (normalized/stripped):
αμολγευς
IDX:
1818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1818
Key:
a)molgeu/s
Data
{'content': 'ἀμολγεύς\n ἀμέλγω\n a milk-pail, Lat. mulctra, Theocr., Anth.', 'key': 'a)molgeu/s'}