Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμόγητος
ἀμοθεί
ἁμόθεν
ἀμοιβαδίς
ἀμοιβαῖος
ἀμοιβάς
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
View word page
ἄμοιρος
ἄμοιρος μοῖρα without share in a thing, c. gen., Aesch., etc. absol. = ἄμμορος, unfortunate, Eur.

ShortDef

without share in

Debugging

Headword:
ἄμοιρος
Headword (normalized):
ἄμοιρος
Headword (normalized/stripped):
αμοιρος
IDX:
1816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1816
Key:
a)/moiros

Data

{'content': 'ἄμοιρος\n μοῖρα\n without share in a thing, c. gen., Aesch., etc.\n absol. = ἄμμορος, unfortunate, Eur.', 'key': 'a)/moiros'}