Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμνήστρα
κλυτόδενδρος
κλυτοεργός
κλυτόκαρπος
κλυτόμητις
κλυτόμοχθος
κλυτόνοος
κλυτόπαις
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλύω
κλωβός
κλωγμός
κλώζω
Κλῶθες
Κλωθώ
κλώθω
View word page
κλυτόπωλος
κλυτόπωλος κλῠτό-πωλος, ον with noble steeds, Il.

ShortDef

with noble steeds

Debugging

Headword:
κλυτόπωλος
Headword (normalized):
κλυτόπωλος
Headword (normalized/stripped):
κλυτοπωλος
IDX:
18138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18156
Key:
kluto/pwlos

Data

{'content': 'κλυτόπωλος\n κλῠτό-πωλος, ον\n with noble steeds, Il.', 'key': 'kluto/pwlos'}