Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλοτοπεύω
κλυδωνίζω
κλυδώνιον
κλύδων
κλύζω
κλύμενος
κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμνήστρα
κλυτόδενδρος
κλυτοεργός
κλυτόκαρπος
κλυτόμητις
κλυτόμοχθος
κλυτόνοος
κλυτόπαις
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλύω
View word page
κλυτοεργός
κλυτοεργός κλῠτο-εργός, όν ἔργω famous for work, Od., Anth.
ShortDef
famous for work
Debugging
Headword:
κλυτοεργός
Headword (normalized):
κλυτοεργός
Headword (normalized/stripped):
κλυτοεργος
IDX:
18132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18150
Key:
klutoergo/s
Data
{'content': 'κλυτοεργός\n κλῠτο-εργός, όν\n ἔργω\n famous for work, Od., Anth.', 'key': 'klutoergo/s'}