Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλοπή
κλοπιμαῖος
κλόπιος
κλοπός
κλοτοπεύω
κλυδωνίζω
κλυδώνιον
κλύδων
κλύζω
κλύμενος
κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμνήστρα
κλυτόδενδρος
κλυτοεργός
κλυτόκαρπος
κλυτόμητις
κλυτόμοχθος
κλυτόνοος
κλυτόπαις
κλυτόπωλος
View word page
κλύσμα
κλύσμα κλύσμα, ατος, τό, κλύζω a liquid used for washing out: esp. a clyster, drench, Hdt. a place washed by the waves, the sea-beach, Plut., Luc.
ShortDef
a liquid used for washing out
Debugging
Headword:
κλύσμα
Headword (normalized):
κλύσμα
Headword (normalized/stripped):
κλυσμα
IDX:
18128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18146
Key:
klu/sma
Data
{'content': 'κλύσμα\n κλύσμα, ατος, τό,\n κλύζω\n a liquid used for washing out: esp. a clyster, drench, Hdt.\n a place washed by the waves, the sea-beach, Plut., Luc.', 'key': 'klu/sma'}