Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλόνος
κλοπαῖος
κλοπεύς
κλοπή
κλοπιμαῖος
κλόπιος
κλοπός
κλοτοπεύω
κλυδωνίζω
κλυδώνιον
κλύδων
κλύζω
κλύμενος
κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμνήστρα
κλυτόδενδρος
κλυτοεργός
κλυτόκαρπος
κλυτόμητις
κλυτόμοχθος
View word page
κλύδων
κλύδων κλύδων (ῠ), ωνος, κλύζω a wave, billow, and collectively surf Od., Trag. metaph., κλ. κακῶν a sea of troubles, Aesch.; κλ. ξυμφορᾶς Soph.; κλ. ἔφιππος a flood of horsemen, Soph., etc.

ShortDef

a wave, billow

Debugging

Headword:
κλύδων
Headword (normalized):
κλύδων
Headword (normalized/stripped):
κλυδων
IDX:
18125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18143
Key:
klu/dwn

Data

{'content': 'κλύδων\n κλύδων (ῠ), ωνος,\n κλύζω\n a wave, billow, and collectively surf Od., Trag.\n metaph., κλ. κακῶν a sea of troubles, Aesch.; κλ. ξυμφορᾶς Soph.; κλ. ἔφιππος a flood of horsemen, Soph., etc.', 'key': 'klu/dwn'}