Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλισμός
κλίτος
κλειτύς
κλοιός
κλονέω
κλόνος
κλοπαῖος
κλοπεύς
κλοπή
κλοπιμαῖος
κλόπιος
κλοπός
κλοτοπεύω
κλυδωνίζω
κλυδώνιον
κλύδων
κλύζω
κλύμενος
κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμνήστρα
View word page
κλόπιος
κλόπιος κλόπιος, α, ον κλέπτω thievish, artful, μῦθοι Od.
ShortDef
thievish, artful
Debugging
Headword:
κλόπιος
Headword (normalized):
κλόπιος
Headword (normalized/stripped):
κλοπιος
IDX:
18120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18138
Key:
klo/pios
Data
{'content': 'κλόπιος\n κλόπιος, α, ον\n κλέπτω\n thievish, artful, μῦθοι Od.', 'key': 'klo/pios'}