Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλίσις
κλισμός
κλίτος
κλειτύς
κλοιός
κλονέω
View word page
κλισιάδες
κλισιάδες κλίνω folding doors or gates, Plut.: —metaph. a means of entrance, access, Hdt.

ShortDef

folding doors

Debugging

Headword:
κλισιάδες
Headword (normalized):
κλισιάδες
Headword (normalized/stripped):
κλισιαδες
IDX:
18104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18122
Key:
klisia/des

Data

{'content': 'κλισιάδες\n κλίνω\n folding doors or gates, Plut.: —metaph. a means of entrance, access, Hdt.', 'key': 'klisia/des'}