Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλίσις
κλισμός
κλίτος
κλειτύς
View word page
κλιντήρ
κλιντήρ κλιντήρ, ῆρος, κλίνω a couch, sofa, Od., Theocr.
ShortDef
a couch, sofa
Debugging
Headword:
κλιντήρ
Headword (normalized):
κλιντήρ
Headword (normalized/stripped):
κλιντηρ
IDX:
18102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18120
Key:
klinth/r
Data
{'content': 'κλιντήρ\n κλιντήρ, ῆρος,\n κλίνω\n a couch, sofa, Od., Theocr.', 'key': 'klinth/r'}