Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλίσις
κλισμός
View word page
κλινοποιός
κλινοποιός κλῑνο-ποιός, οῦ, ποιέω making beds or bedsteads, an upholsterer, Plat., Dem.

ShortDef

making beds

Debugging

Headword:
κλινοποιός
Headword (normalized):
κλινοποιός
Headword (normalized/stripped):
κλινοποιος
IDX:
18100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18118
Key:
klinopoio/s

Data

{'content': 'κλινοποιός\n κλῑνο-ποιός, οῦ,\n ποιέω\n making beds or bedsteads, an upholsterer, Plat., Dem.', 'key': 'klinopoio/s'}