Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλίσις
View word page
κλινοπετής
κλινοπετής κλῑνο-πετής, ές πίπτω bed-ridden, Xen.

ShortDef

bed-ridden

Debugging

Headword:
κλινοπετής
Headword (normalized):
κλινοπετής
Headword (normalized/stripped):
κλινοπετης
IDX:
18099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18117
Key:
klinopeth/s

Data

{'content': 'κλινοπετής\n κλῑνο-πετής, ές\n πίπτω\n bed-ridden, Xen.', 'key': 'klinopeth/s'}