Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
View word page
κλινικός
κλινικός κλῑνικός, ή, όν κλίνη Lat. clinicus, a physician that visits his patients in their beds, Anth.
ShortDef
that visits his patients in their beds
Debugging
Headword:
κλινικός
Headword (normalized):
κλινικός
Headword (normalized/stripped):
κλινικος
IDX:
18098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18116
Key:
kliniko/s
Data
{'content': 'κλινικός\n κλῑνικός, ή, όν\n κλίνη\n Lat. clinicus, a physician that visits his patients in their beds, Anth.', 'key': 'kliniko/s'}