Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
View word page
κλινίδιον
κλινίδιον κλῑνίδιον, ου, τό, Dim. of κλίνη, Plut.

ShortDef

dim. of κλίνη, couch

Debugging

Headword:
κλινίδιον
Headword (normalized):
κλινίδιον
Headword (normalized/stripped):
κλινιδιον
IDX:
18097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18115
Key:
klini/dion

Data

{'content': 'κλινίδιον\n κλῑνίδιον, ου, τό,\n Dim. of κλίνη, Plut.', 'key': 'klini/dion'}