Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
κλινουργός
κλιντήρ
κλίνω
κλισιάδες
View word page
κλίνειος
κλίνειος κλίνειος, α, ον of or for beds, Dem. from κλί_νη
ShortDef
of or for beds
Debugging
Headword:
κλίνειος
Headword (normalized):
κλίνειος
Headword (normalized/stripped):
κλινειος
IDX:
18094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18112
Key:
kli/neios
Data
{'content': 'κλίνειος\n κλίνειος, α, ον\n of or for beds, Dem.\n from κλί_νη', 'key': 'kli/neios'}