Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
κλινοποιός
View word page
κλιμάκιον
κλιμάκιον κλῑμάκιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of κλῖμαξ, Ar.

ShortDef

dim. of κλῖμαξ, ladder

Debugging

Headword:
κλιμάκιον
Headword (normalized):
κλιμάκιον
Headword (normalized/stripped):
κλιμακιον
IDX:
18090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18108
Key:
klima/kion

Data

{'content': 'κλιμάκιον\n κλῑμάκιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of κλῖμαξ, Ar.', 'key': 'klima/kion'}