Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινοπετής
View word page
κλήτωρ
κλήτωρ κλήτωρ, ορος, = κλητήρ, Dem.

ShortDef

summoner, or witness to serving of summons

Debugging

Headword:
κλήτωρ
Headword (normalized):
κλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κλητωρ
IDX:
18089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18107
Key:
klh/twr

Data

{'content': 'κλήτωρ\n κλήτωρ, ορος,\n = κλητήρ, Dem.', 'key': 'klh/twr'}