Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
κλίμα
κλίνειος
View word page
κλῇσις
κλῇσις κλῇσις, εως κλῄω a shutting up, closing, Thuc.

ShortDef

a shutting up, closing

Debugging

Headword:
κλῇσις
Headword (normalized):
κλῇσις
Headword (normalized/stripped):
κλησις
IDX:
18084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18102
Key:
klh=|sis

Data

{'content': 'κλῇσις\n κλῇσις, εως\n κλῄω\n a shutting up, closing, Thuc.', 'key': 'klh=|sis'}