Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
κλιμάκιον
κλιμακτήρ
κλῖμαξ
View word page
κληρωτός
κληρωτός κληρωτός, ή, όν appointed by lot, opp. to αἱρετός and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.

ShortDef

appointed by lot

Debugging

Headword:
κληρωτός
Headword (normalized):
κληρωτός
Headword (normalized/stripped):
κληρωτος
IDX:
18082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18100
Key:
klhrwto/s

Data

{'content': 'κληρωτός\n κληρωτός, ή, όν\n appointed by lot, opp. to αἱρετός and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.', 'key': 'klhrwto/s'}