κληρωτός
κληρωτός
κληρωτός, ή, όν
appointed by lot, opp. to αἱρετός and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.
{
"content": "κληρωτός\n κληρωτός, ή, όν\n appointed by lot, opp. to αἱρετός and κεχειροτονημένος (elected), Plat., etc.",
"key": "klhrwto/s"
}