Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
View word page
ἀγκύλη
ἀγκύλη ἄγκος a loop or noose in a cord,Eur., Xen. the thong of a javelin, by which it was hurled: the javelin itself, Eur. a bow-string, Soph.
ShortDef
a loop
Debugging
Headword:
ἀγκύλη
Headword (normalized):
ἀγκύλη
Headword (normalized/stripped):
αγκυλη
IDX:
181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n181
Key:
a)gku/lh
Data
{'content': 'ἀγκύλη\n ἄγκος\n a loop or noose in a cord,Eur., Xen.\n the thong of a javelin, by which it was hurled: the javelin itself, Eur.\n a bow-string, Soph.', 'key': 'a)gku/lh'}