κληρουχικός
κληρουχικός
κληρουχικός, ή, όν
from κληροῦχος
of or for a κληρουχία, γῆ κλ. land for allotment, Ar.; τὰ κληρουχικά (sc. χρήματα) Dem.
{ "content": "κληρουχικός\n κληρουχικός, ή, όν\n from κληροῦχος\n of or for a κληρουχία, γῆ κλ. land for allotment, Ar.; τὰ κληρουχικά (sc. χρήματα) Dem.", "key": "klhrouxiko/s" }