Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κληματίς
κληρίον
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητός
κλήτωρ
View word page
κληρουχικός
κληρουχικός κληρουχικός, ή, όν from κληροῦχος of or for a κληρουχία, γῆ κλ. land for allotment, Ar.; τὰ κληρουχικά (sc. χρήματα) Dem.

ShortDef

of or for a κληρουχία

Debugging

Headword:
κληρουχικός
Headword (normalized):
κληρουχικός
Headword (normalized/stripped):
κληρουχικος
IDX:
18079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18097
Key:
klhrouxiko/s

Data

{'content': 'κληρουχικός\n κληρουχικός, ή, όν\n from κληροῦχος\n of or for a κληρουχία, γῆ κλ. land for allotment, Ar.; τὰ κληρουχικά (sc. χρήματα) Dem.', 'key': 'klhrouxiko/s'}