Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλῆμα
κλημάτινος
κληματίς
κληρίον
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
View word page
κληρουχέω
κληρουχέω κληρουχέω, fut. -ήσω κληροῦχος to obtain by allotment, to have allotted to one, esp. of lands divided among conquerors, Hdt., etc.

ShortDef

to obtain by allotment, to have allotted to one

Debugging

Headword:
κληρουχέω
Headword (normalized):
κληρουχέω
Headword (normalized/stripped):
κληρουχεω
IDX:
18077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18095
Key:
klhrouxe/w

Data

{'content': 'κληρουχέω\n κληρουχέω,\n fut. -ήσω\n κληροῦχος\n to obtain by allotment, to have allotted to one, esp. of lands divided among conquerors, Hdt., etc.', 'key': 'klhrouxe/w'}