Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλῄζω
κλῄζω
κλήθρα
κλῆμα
κλημάτινος
κληματίς
κληρίον
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κληρωτός
κλῆσις
κλῇσις
View word page
κληρονόμος
κληρονόμος κληρο-νόμος, ὁ, νέμομαι one who receives a portion of an inheritance, an inheritor, heir, Dem., etc.

ShortDef

one who receives a portion

Debugging

Headword:
κληρονόμος
Headword (normalized):
κληρονόμος
Headword (normalized/stripped):
κληρονομος
IDX:
18074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18092
Key:
klhrono/mos

Data

{'content': 'κληρονόμος\n κληρο-νόμος, ὁ,\n νέμομαι\n one who receives a portion of an inheritance, an inheritor, heir, Dem., etc.', 'key': 'klhrono/mos'}