κλεπτίστατος
κλεπτίστατος
κλεπτίστατος, η, ον
Sup. adj. formed from κλέπτης
the most arrant thief, Ar.
{
"content": "κλεπτίστατος\n κλεπτίστατος, η, ον\n Sup. adj. formed from κλέπτης\n the most arrant thief, Ar.",
"key": "klepti/statos"
}