Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλειστός
κλεῖστρον
κλειτός
κλείω
κλείω
Κλειώ
κλέμμα
κλέος
κλεπτέος
κλέπτης
κλεπτικός
κλεπτίστατος
κλέπτω
κλεψίφρων
κλεψύδρα
κλέω
κλήδην
κληδών
κλῄζω
κλῄζω
κλήθρα
View word page
κλεπτικός
κλεπτικός κλεπτικός, ή, όν κλέπτω thieving, Plat.

ShortDef

thieving

Debugging

Headword:
κλεπτικός
Headword (normalized):
κλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
κλεπτικος
IDX:
18056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18074
Key:
kleptiko/s

Data

{'content': 'κλεπτικός\n κλεπτικός, ή, όν\n κλέπτω\n thieving, Plat.', 'key': 'kleptiko/s'}