Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλείς
κλειστός
κλεῖστρον
κλειτός
κλείω
κλείω
Κλειώ
κλέμμα
κλέος
κλεπτέος
κλέπτης
κλεπτικός
κλεπτίστατος
κλέπτω
κλεψίφρων
κλεψύδρα
κλέω
κλήδην
κληδών
κλῄζω
κλῄζω
View word page
κλέπτης
κλέπτης κλέπτης, ου, κλέπτω a thief, Il., Aesch., etc.: generally, a cheat, knave, Soph.
ShortDef
a thief
Debugging
Headword:
κλέπτης
Headword (normalized):
κλέπτης
Headword (normalized/stripped):
κλεπτης
IDX:
18055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18073
Key:
kle/pths
Data
{'content': 'κλέπτης\n κλέπτης, ου,\n κλέπτω\n a thief, Il., Aesch., etc.: generally, a cheat, knave, Soph.', 'key': 'kle/pths'}