Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλεῖσις
κλείς
κλειστός
κλεῖστρον
κλειτός
κλείω
κλείω
Κλειώ
κλέμμα
κλέος
κλεπτέος
κλέπτης
κλεπτικός
κλεπτίστατος
κλέπτω
κλεψίφρων
κλεψύδρα
κλέω
κλήδην
κληδών
κλῄζω
View word page
κλεπτέος
κλεπτέος κλεπτέος, ον verb. adj. of κλέπτω, one must conceal, Soph.
ShortDef
one must conceal
Debugging
Headword:
κλεπτέος
Headword (normalized):
κλεπτέος
Headword (normalized/stripped):
κλεπτεος
IDX:
18054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18072
Key:
klepte/os
Data
{'content': 'κλεπτέος\n κλεπτέος, ον\n verb. adj. of κλέπτω,\n one must conceal, Soph.', 'key': 'klepte/os'}