Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλειδίον
κλειδουχέω
κλειδοῦχος
κλειθρία
κλεῖθρον
κλεινός
κλεῖσις
κλείς
κλειστός
κλεῖστρον
κλειτός
κλείω
κλείω
Κλειώ
κλέμμα
κλέος
κλεπτέος
κλέπτης
κλεπτικός
κλεπτίστατος
κλέπτω
View word page
κλειτός
κλειτός κλειτός, ή, όν κλείω = κλεινός, Hom., Pind.
ShortDef
renowned, famous (cp κλεινός)
Debugging
Headword:
κλειτός
Headword (normalized):
κλειτός
Headword (normalized/stripped):
κλειτος
IDX:
18048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18066
Key:
kleito/s
Data
{'content': 'κλειτός\n κλειτός, ή, όν\n κλείω\n = κλεινός, Hom., Pind.', 'key': 'kleito/s'}