Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμνημοσύνη
ἀμνήμων
ἀμνηστέω
ἀμνηστία
ἄμνηστος
ἀμνίον
ἀμνίς
ἀμνοκῶν
ἀμνός
ἀμογητί
ἀμόγητος
ἀμοθεί
ἁμόθεν
ἀμοιβαδίς
ἀμοιβαῖος
ἀμοιβάς
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβή
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἄμοιρος
View word page
ἀμόγητος
ἀμόγητος μογέω unwearied, untiring, Hhymn.
ShortDef
unwearied, untiring
Debugging
Headword:
ἀμόγητος
Headword (normalized):
ἀμόγητος
Headword (normalized/stripped):
αμογητος
IDX:
1806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1806
Key:
a)mo/ghtos
Data
{'content': 'ἀμόγητος\n μογέω\n unwearied, untiring, Hhymn.', 'key': 'a)mo/ghtos'}