Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαυστός
κλάω
κλεεννός
κλειδίον
κλειδουχέω
κλειδοῦχος
κλειθρία
κλεῖθρον
κλεινός
κλεῖσις
κλείς
κλειστός
κλεῖστρον
κλειτός
κλείω
κλείω
Κλειώ
View word page
κλειθρία
κλειθρία κλειθρία, ἡ, a keyhole; or, generally, a cleft, chink, Luc.
ShortDef
a keyhole
Debugging
Headword:
κλειθρία
Headword (normalized):
κλειθρία
Headword (normalized/stripped):
κλειθρια
IDX:
18041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18059
Key:
kleiqri/a
Data
{'content': 'κλειθρία\n κλειθρία, ἡ,\n a keyhole; or, generally, a cleft, chink, Luc.', 'key': 'kleiqri/a'}