Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλάζω
κλάϊστρον
κλαίω
κλαμβός
κλᾴξ
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστός
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαυστός
κλάω
κλεεννός
κλειδίον
View word page
κλαυθμός
κλαυθμός κλαυθμός, οῦ, κλαίω a weeping, Hom., Hdt., Aesch.
ShortDef
a weeping
Debugging
Headword:
κλαυθμός
Headword (normalized):
κλαυθμός
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμος
IDX:
18028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18046
Key:
klauqmo/s
Data
{'content': 'κλαυθμός\n κλαυθμός, οῦ,\n κλαίω\n a weeping, Hom., Hdt., Aesch.', 'key': 'klauqmo/s'}