Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κλαγερός
κλάδιον
κλάδος
κλάζω
κλάϊστρον
κλαίω
κλαμβός
κλᾴξ
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστός
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαυστός
View word page
κλάσμα
κλάσμα κλάσμα, ατος, τό, κλάω that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.
ShortDef
that which is broken off, a fragment, morsel
Debugging
Headword:
κλάσμα
Headword (normalized):
κλάσμα
Headword (normalized/stripped):
κλασμα
IDX:
18025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18043
Key:
kla/sma
Data
{'content': 'κλάσμα\n κλάσμα, ατος, τό,\n κλάω\n that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.', 'key': 'kla/sma'}