Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κλαγγή
κλαγερός
κλάδιον
κλάδος
κλάζω
κλάϊστρον
κλαίω
κλαμβός
κλᾴξ
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστός
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
View word page
κλάσις
κλάσις κλάσις (ᾰ), εως κλάω a breaking, NTest.

ShortDef

a breaking

Debugging

Headword:
κλάσις
Headword (normalized):
κλάσις
Headword (normalized/stripped):
κλασις
IDX:
18024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18042
Key:
kla/sis

Data

{'content': 'κλάσις\n κλάσις (ᾰ), εως\n κλάω\n a breaking, NTest.', 'key': 'kla/sis'}