Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
κιχλίζω
κίχρημι
κίων
κίω
κλαγγαίνω
κλαγγηδόν
κλαγγή
κλαγερός
κλάδιον
κλάδος
κλάζω
κλάϊστρον
κλαίω
κλαμβός
κλᾴξ
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
View word page
κλαγερός
κλαγερός κλᾰγερός, ά, όν κλάζω screaming, of cranes, Anth.
ShortDef
screaming
Debugging
Headword:
κλαγερός
Headword (normalized):
κλαγερός
Headword (normalized/stripped):
κλαγερος
IDX:
18015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18033
Key:
klagero/s
Data
{'content': 'κλαγερός\n κλᾰγερός, ά, όν\n κλάζω\n screaming, of cranes, Anth.', 'key': 'klagero/s'}