Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κισσοφορέω
κισσοφόρος
κισσόω
κισσύβιον
κισσωτός
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
κιχλίζω
κίχρημι
κίων
κίω
κλαγγαίνω
κλαγγηδόν
κλαγγή
κλαγερός
κλάδιον
κλάδος
View word page
κίχλη
κίχλη a thrush, Lat. turdus, Od., Ar.

ShortDef

a thrush

Debugging

Headword:
κίχλη
Headword (normalized):
κίχλη
Headword (normalized/stripped):
κιχλη
IDX:
18007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18025
Key:
ki/xlh

Data

{'content': 'κίχλη\n a thrush, Lat. turdus, Od., Ar.', 'key': 'ki/xlh'}