Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κισσοκόμης
κισσοποίητος
κισσός
κισσοστέφανος
κισσοστεφής
κισσοφορέω
κισσοφόρος
κισσόω
κισσύβιον
κισσωτός
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
κιχλίζω
κίχρημι
κίων
κίω
κλαγγαίνω
View word page
κίστη
κίστη .κίστη, ἡ, a box, chest, Lat. cista, Od., Ar. a writing-case, desk, Ar.

ShortDef

a box, chest

Debugging

Headword:
κίστη
Headword (normalized):
κίστη
Headword (normalized/stripped):
κιστη
IDX:
18002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18020
Key:
ki/sth

Data

{'content': 'κίστη\n .κίστη, ἡ,\n a box, chest, Lat. cista, Od., Ar.\n a writing-case, desk, Ar.', 'key': 'ki/sth'}