Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κίσσινος
Κίσσιος
κισσοκόμης
κισσοποίητος
κισσός
κισσοστέφανος
κισσοστεφής
κισσοφορέω
κισσοφόρος
κισσόω
κισσύβιον
κισσωτός
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
κιχλίζω
κίχρημι
κίων
View word page
κισσύβιον
κισσύβιον κισσύβιον (ῠ), ου, τό, κισσός a rustic drinking-cup, prob. with an ivy-wreath carved on it, Od.

ShortDef

a rustic drinking-cup

Debugging

Headword:
κισσύβιον
Headword (normalized):
κισσύβιον
Headword (normalized/stripped):
κισσυβιον
IDX:
18000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18018
Key:
kissu/bion

Data

{'content': 'κισσύβιον\n κισσύβιον (ῠ), ου, τό,\n κισσός\n a rustic drinking-cup, prob. with an ivy-wreath carved on it, Od.', 'key': 'kissu/bion'}