Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κισσήρης
κίσσηρις
κίσσινος
Κίσσιος
κισσοκόμης
κισσοποίητος
κισσός
κισσοστέφανος
κισσοστεφής
κισσοφορέω
κισσοφόρος
κισσόω
κισσύβιον
κισσωτός
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κιχάνω
κιχήλα
κίχλη
κιχλίζω
View word page
κισσοφόρος
κισσοφόρος φέρω ivy-wreathed, Pind.: luxuriant with ivy, Eur.
ShortDef
ivy-wreathed
Debugging
Headword:
κισσοφόρος
Headword (normalized):
κισσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κισσοφορος
IDX:
17998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18016
Key:
kissofo/ros
Data
{'content': 'κισσοφόρος\n φέρω\n ivy-wreathed, Pind.: luxuriant with ivy, Eur.', 'key': 'kissofo/ros'}